οπισθοφυλακή — η μονάδα στρατιωτική που φυλάει τα νώτα του στρατεύματος σε πορεία: Οι στρατιώτες αυτοί ανήκουν στην οπισθοφυλακή του τάγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπισθοφυλακῇ — ὀπισθοφυλακέω guard the rear pres subj mp 2nd sg ὀπισθοφυλακέω guard the rear pres ind mp 2nd sg ὀπισθοφυλακέω guard the rear pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουραγία — η (Α οὐραγία) [ουραγός] η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή νεοελλ. ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής … Dictionary of Greek
απουραγώ — ἀπουραγῶ ( έω) (Α) [ουραγώ] οδηγώ την οπισθοφυλακή, καλύπτω τα νώτα της παράταξης … Dictionary of Greek
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek
νωτοφύλαξ — νωτοφύλαξ, ακος, ὁ (Μ) αυτός που βρίσκεται στην οπισθοφυλακή, αυτός που φυλάει τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φύλαξ] … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή … Dictionary of Greek
οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα … Dictionary of Greek
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek