οπισθοφυλακή

οπισθοφυλακή
Στρατιωτικό τμήμα ασφάλειας κατά τις μετακινήσεις που έχει σαν αποστολή να προστατεύει τα στρατεύματα που υποχωρούν ή που πορεύονται από το μέτωπο προς τα μετόπισθεν. Βασικός προορισμός της ο. είναι: να συγκρατεί τον εχθρό, που επιτίθεται, σε καθορισμένες γραμμές, να κερδίσει τον απαραίτητο χρόνο για την απόσπαση των κύριων δυνάμεων από την εχθρική επαφή και να εξασφαλίσει τη σχεδιασμένη υποχώρηση τους. Η ο. εκπληρώνει τις αποστολές της στηριγμένη, κατά κανόνα, στις δικές της δυνάμεις. Η σύνθεση, οι αποστολές και η απόσταση της ο. από τις κύριες δυνάμεις εξαρτώνται από το μέγεθος της φάλαγγας των κύριων δυνάμεων που προστατεύονται και από την τακτική κατάσταση. Στην ο. συνήθως στέλνονται άρματα μάχης και μηχανοκίνητα καθώς και μονάδες ενισχυμένες με πυροβολικό, μηχανικό και άλλα τμήματα.
* * *
η
στρ. στρατιωτική μονάδα με αποστολή την προστασία τών νώτων τής στρατιωτικής δύναμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)-* + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οπισθοφυλακή — η μονάδα στρατιωτική που φυλάει τα νώτα του στρατεύματος σε πορεία: Οι στρατιώτες αυτοί ανήκουν στην οπισθοφυλακή του τάγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀπισθοφυλακῇ — ὀπισθοφυλακέω guard the rear pres subj mp 2nd sg ὀπισθοφυλακέω guard the rear pres ind mp 2nd sg ὀπισθοφυλακέω guard the rear pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουραγία — η (Α οὐραγία) [ουραγός] η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή νεοελλ. ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής …   Dictionary of Greek

  • απουραγώ — ἀπουραγῶ ( έω) (Α) [ουραγώ] οδηγώ την οπισθοφυλακή, καλύπτω τα νώτα της παράταξης …   Dictionary of Greek

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

  • νωτοφύλαξ — νωτοφύλαξ, ακος, ὁ (Μ) αυτός που βρίσκεται στην οπισθοφυλακή, αυτός που φυλάει τα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφυλακώ — ὀπισθοφυλακῶ, έω (Α) [οπισθοφύλαξ] 1. είμαι οπισθοφύλακας, φυλάω τα νώτα πορευόμενης φάλαγγας 2. διοικώ την οπισθοφυλακή …   Dictionary of Greek

  • οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα …   Dictionary of Greek

  • ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”